- λυκόθηρ
- λυκόθηρ, -ηρος, ὁ (ΑM)βλ. λυκοθήρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυκοθήρας — και λυκόθηρ, ηρος, ὁ (Α) αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λογο θήρας, χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek